Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



παροικιῶν, τῶν


Ερμηνεία:

 [η παροικία, της παροικίας, αι παροικίαι (εκκλησιαστική, χριστιανική κοινότητα που βρίσκεται σε κάποια πόλη, το σύνολο ομογενών που κατοικούν σε πόλη κράτους, εκτός της χώρας καταγωγής τους)



Ετυμολογία:

[< Ισοκρ. παροικέω (κατοικώ παρά, πλησίον) < παρά + (Όμηρ.) οικέω (κατοικώ]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... γενομένου ποτ λόγου περ μητροπολιτν διαφόρων παροικιν, ληγουσῶν εἰς  ... [Άσπρη σαν το χιόνι]



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: